ραδιογράφημα

ραδιογράφημα
το, -ατος
1. εικόνα που πήραμε με ακτινογραφία.
2. ραδιοτηλεγράφημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ραδιογράφημα — το, Ν 1. φωτογραφική εικόνα που παίρνεται με ακτινογραφία 2. τηλεγράφημα με ασύρματο, ραδιοτηλεγράφημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. radiogram (< λατ. radius «ακτίνα» + γράφημα < γράφω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”